Κοζομπόλη: Η ανάπτυξη για να μείνει απαιτεί έναν διαφορετικό σχεδιασμό από αυτόν του παρελθόντος

ΚΟΙΝΟΠΟΙΗΣΗ

Σημαντικά δεδομένα της οικονομίας δείχνουν, ότι έχουμε εισέλθει σε ένα νέο κύκλο ανάκαμψης. Σε αυτό συμφωνούν οι στατιστικές αρχές της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, οι οίκοι αξιολόγησης που αναβαθμίζουν σταθερά της οικονομία της Ελλάδας, ακόμη και το ΔΝΤ, που πάντα ήταν το απαισιόδοξο μέλος των επονομαζόμενων “θεσμών”. Την ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας μαρτυρούν κι άλλοι δείκτες όπως αυτός του εξαγωγικού εμπορίου, της αύξησης της λιανικής κατανάλωσης, της επιστροφής περίπου 6 δισεκατομμυρίων ευρώ στις τράπεζες το 2017, για να μην αναφέρουμε τον ιδιαίτερα σημαντικό δείκτη της μείωσης της ανεργίας. Φαίνεται ότι η χώρα μας αλλάζει σελίδα, και το ερώτημα που τίθεται επιτακτικά, είναι ποια χαρακτηριστικά πρέπει να έχει ο αναπτυξιακός σχεδιασμός, ώστε η ανάπτυξη να παραμείνει.

Ένας τρόπος να απαντηθεί το ερώτημα είναι, ο νέος οικονομικός σχεδιασμός, να μην αναπαράγει συγκεκριμένα χαρακτηριστικά του παρελθόντος. Χαρακτηριστικά που οδήγησαν τη χώρα σε χρεοκοπία. Κι άλλες χώρες υπέστησαν τα αποτελέσματα της παγκόσμιας κρίσης, που ξέσπασε το 2008, αλλά καμιά τη καταστροφή της Ελλάδας, όπου χάθηκε το 25% του ΑΕΠ και η ανεργία εκτοξεύθηκε πάνω από 27%.

Οφείλουμε λοιπόν, όχι για λόγους αντεκδίκησης, αλλά καθαρά για λόγους ορθού σχεδιασμού, να εντοπίσουμε τα “θανάσιμα ελαττώματα”, ώστε ο νέος σχεδιασμός, να είναι απαλλαγμένος από αυτά. Η νέα οικονομική πορεία πρέπει να έχει διαφορετική κατεύθυνση, που δεν μπορεί να τη δώσει το “αόρατο χέρι” της οικονομικής αυτο-ρύθμισης, που προτείνουν οι λεγόμενοι νεο-φιλελεύθεροι.

Η άναρχη ανάπτυξη των τελευταίων δεκαετιών, όχι μόνο δεν προετοίμασε τη χώρα για την κρίση του 2008, αλλά την έριξε στο βαθύ “λάκκο των λεόντων”. Η αποβιομηχάνιση και η έμφαση στις υπηρεσίες, όξυνε τις κοινωνικές ανισότητες και τις περιφερειακές ανισορροπίες. Η είσοδος στο ευρώ και η εξάλειψη των δασμών αφαίρεσε και το τελευταίο εργαλείο διατήρησης κάποιας ανταγωνιστικότητας, ενώ ο φτηνός δανεισμός αποδείχθηκε η ακριβή φυλακή της Ελλάδας για το μεγαλύτερο μέρος του 21ου αιώνα. Η κληρονομιά που οι προηγούμενες κυβερνήσεις αφήνουν στις επόμενες γενιές.

Σημαντικό μέρος του προβλήματος ήταν ότι η Ελλάδα δεν είχε την ικανότητα συλλογικής σκέψης για να σχεδιάσει μεσο-μακροπρόθεσμα σε εθνικό, περιφερειακό και τοπικό επίπεδο, ούτε την ικανότητα συντονισμένης προσπάθειας για να αναπτύξει τα συγκριτικά πλεονεκτήματα της χώρας. Ο γραφειοκρατικός δημόσιος τομέας είχε μικρή ικανότητα να αναδιαρθρώσει και να αξιοποιήσει τη δημόσια περιουσία. Το λεγόμενο “πελατειακό” πολιτικό σύστημα συμπλήρωνε ένα μέρος του κενού, σε συνεργασία με ένα μεγάλο τμήμα της ιδιωτικής οικονομίας που επιβίωνε κυρίως διαμέσου του τομέα κρατικών προμηθειών, παρά μέσα από την αναζήτηση νέων αγορών ή προϊόντων ή την επένδυση στην Έρευνα. Η εκτεταμένη φοροδιαφυγή και διαφθορά, σε όλους τους τομείς της οικονομικής και κοινωνικής ζωής της χώρας, συμπληρώνει την εικόνα του παρελθόντος. Μια τέτοια συγκρότηση  της οικονομίας, όχι μόνο  δεν θα μπορούσε να ανταπεξέλθει σε μια οικονομική  κρίση, αλλά και δεν μπορεί να δημιουργήσει πλούτο και ευημερία στη χώρα.

Λίγο πριν τον τερματισμό της σκληρής εποπτείας και δογματικής εφαρμογής των προκαταλήψεων των δανειστών, που επέβαλαν οι επαχθείς συμβάσεις δανεισμού της χώρας, η κυβέρνηση, ο ΣΥΡΙΖΑ και σημαντικοί κοινωνικοί φορείς, σχεδίασαν, μέσα και από τα Περιφερειακά Συνέδρια και παρουσιάζουν μια “ολιστική στρατηγική” ανάπτυξης που ενσωματώνει τη βιώσιμη κατεύθυνση ανάπτυξης όπως σκιαγραφείται στους Στόχους Βιώσιμης Ανάπτυξης του ΟΗΕ.[1] Ο συγκεκριμένος σχεδιασμός, στοχεύει στην αντιστροφή της αποβιομηχάνισης της Ελλάδας, στην ολοκλήρωση  και αξιοποίηση των πρόσφατων μεταρρυθμίσεων, στην αύξηση της παραγωγικότητας και της ανταγωνιστικότητας της οικονομίας. Για να πετύχουμε τα παραπάνω θα εστιάσουμε στην αξιοποίηση του εξειδικευμένου ανθρώπινου δυναμικού που διαθέτουμε και που θα μας δώσει άμεσα τη δυνατότητα να βελτιώσουμε τους βασικούς κλάδους της ελληνικής οικονομίας, όπως είναι οι μεταφορές, η ενέργεια, η γεωργία, η μεταποίηση, η ναυτιλία, ο φαρμακευτικός τομέας, ο πολιτισμός. Σημαντικό ρόλο στο νέο αναπτυξιακό σχεδιασμό θα έχουν οι ομάδες παραγωγών, οι ενεργειακές κοινότητες, ο συνεταιριστικός και κοινωνικός τομέας της οικονομίας.

Το κράτος αναλαμβάνει να εξασφαλίσει την παροχή βασικών υποδομών στον τομέα της ψηφιακής τεχνολογίας, της  ενέργειας, των μεταφορών. Να μειώσει περαιτέρω τη γραφειοκρατία, να βελτιώσει το επιχειρηματικό περιβάλλον, να επιταχύνει την απόδοση δικαιοσύνης, να συνεχίσει όσες μεταρρυθμίσεις αξιολογούνται θετικές, ιδιαίτερα στον τομέα του εκσυγχρονισμού του κράτους. Να αξιοποιήσει την όσο το δυνατόν  περισσότερο και καλύτερα το  ανθρώπινο δυναμικό και τη συνεργασία του εκπαιδευτικού συστήματος και των ερευνητικών ιδρυμάτων με την παραγωγή.

Το κριτήριο της επιτυχίας του αναπτυξιακού σχεδίου θα είναι, τελικά, αν ο μέγιστος δυνατόν αριθμός των πολιτών μοιραστεί τα οφέλη της ανάπτυξης, της κοινωνικής προστασίας, αν κανένας πολίτης δεν παραμείνει κοινωνικά αποκλεισμένος, αν η καταστροφική κρίση μείνει μόνο στις μνήμες των μεγαλυτέρων ηλικιών και τα βιβλία των ιστορικών.

[1]     https://unric.org/el/index.php?option=com_content&view=category&layout=blog&id=36&Itemid=71