Με ιδιαίτερη λαμπρότητα και ευλάβεια η πόλη της Μεσσήνης υποδέχθηκε σήμερα το πρωί την εικόνα της Παναγίας της Βουλκανιώτισσας που για εννέα ημέρες θα βρίσκεται ενθρονισμένη για προσκύνημα στο εκκλησάκι της Ζωοδόχου Πηγής στην πανηγυρίστρα, που είναι μετόχι της Μονής.
Η ολονύκτια λιτανεία ξεκίνησε τα ξημερώματα από τη Μονή Βουλκάνου στο όρος Ιθώμη και διένυσε απόσταση 25 χιλιομέτρων έως την τελευταία στάση στις 07:30 το πρωί, πριν την είσοδό της στην πόλη της Μεσσήνης.
Σε αυτό το σημείο θα παραμείνει περίπου δυόμιση ώρες έως την επίσημη υποδοχή της στο εκκλησάκι της Αγίας Παρασκευής, την λιτάνευση στους κεντρικούς δρόμους της Μεσσήνης και την εναπόθεσή της στο μετόχι της Ζωοδόχου Πηγής.
Πρέπει να τονιστεί ότι το έθιμο αυτό είναι μοναδικό, γιατί πουθενά αλλού δεν πραγματοποιείται μια τόσο μεγάλη λιτανεία εικόνας, με τόσο μεγάλη απήχηση στον κόσμο.
Πρέπει να τονιστεί ότι το έθιμο αυτό είναι μοναδικό, γιατί πουθενά αλλού δεν πραγματοποιείται μια τόσο μεγάλη λιτανεία εικόνας, με τόσο μεγάλη απήχηση στον κόσμο.
Η Ιερά Μονή Βουλκάνου χτίστηκε τον 8ο αιώνα στην κορυφή του όρους Ιθώμη. Σύμφωνα με την παράδοση και κατά την διάρκεια των εικονομαχιών, η θαυματουργή ανεύρεση της Παναγίας της κορυφής ή επανωκαστρίτισσας, στάθηκε αφορμή για το κτίσιμο της Ιεράς Μονής. Εξαιτίας, όμως, της ελλείψεως νερού στην κορυφή και του μεγάλου κόπου των πιστών να ανέβουν σε αυτό το ύψωμα, το 1625 αποφασίστηκε να χτιστεί η μονή χαμηλότερα, όπου θα ήταν ευκολότερα τα πράγματα για όλους.
Τον 17ο αιώνα, φοβερός λοιμός έπληξε τον κόσμο και οι Μοναχοί δέχτηκαν το λαϊκό αίτημα να περιοδεύσει η εικόνα της Παναγίας στα χωριά που χτυπήθηκαν από τον λοιμό. Τότε έγινε θαύμα και όπου πήγαινε η εικόνα, έφευγε ο λοιμός. Έτσι καθιερώθηκε η λιτάνευση της θαυματουργής εικόνας της Παναγίας, στη Μεσσήνη και στα χωριά, όπου η λιτανεία των 25 χιλιομέτρων, ακολουθεί τα χτυπημένα τότε χωριά από το λοιμό, μέχρι να εγκατασταθεί στο μετόχι της Ιεράς Μονής στη Μεσσήνη.
Τον 17ο αιώνα, φοβερός λοιμός έπληξε τον κόσμο και οι Μοναχοί δέχτηκαν το λαϊκό αίτημα να περιοδεύσει η εικόνα της Παναγίας στα χωριά που χτυπήθηκαν από τον λοιμό. Τότε έγινε θαύμα και όπου πήγαινε η εικόνα, έφευγε ο λοιμός. Έτσι καθιερώθηκε η λιτάνευση της θαυματουργής εικόνας της Παναγίας, στη Μεσσήνη και στα χωριά, όπου η λιτανεία των 25 χιλιομέτρων, ακολουθεί τα χτυπημένα τότε χωριά από το λοιμό, μέχρι να εγκατασταθεί στο μετόχι της Ιεράς Μονής στη Μεσσήνη.
Με την υποδοχή της εικόνας της Παναγίας της Βουλκανιώτισσας στον Ιερό Ναό της Αγίας Παρασκευής ξεκινά και το περίφημο πανηγύρι της Μεσσήνης (Νησί). Το πανηγύρι στο Νησί χάνεται στο βάθος του χρόνου και σχετίζεται με την εποχή εμπορευματοποίησης της αγροτικής παραγωγής και τη δημιουργία τοπικών αγορών.
Το πανηγύρι επισήμως ιδρύθηκε το 1839. Την εποχή εκείνη, η Πελοπόννησος είχε 22 πανηγύρια και άλλα τόσα η υπόλοιπη Ελλάδα του τότε (Στερεά Ελλάδα). Μέχρι το 1909, αφού είχε απελευθερωθεί και άλλο τμήμα του Ελληνισμού, ο αριθμός των πανηγυριών είχε ανέλθει πανελληνίως σε 85. Από οικονομική – ιστορική άποψη, το φαινόμενο των πανηγυριών, ερμηνεύεται ως μια ακραία στρέβλωση των αγορών, αφού οι φόροι για τη διακίνηση προϊόντων από πόλη σε πόλη εντός της Ελληνικής επικράτειας σε συνδυασμό με την απίστευτη έλλειψη οδικού δικτύου, έκανε λ.χ. το σιτάρι της Λιβαδειάς 100% πιο ακριβό στην αγορά της Αθήνας. Η ίδια η Αθήνα έκανε εισαγωγές σιταριού από Τουρκία και Ρωσία, ενώ την ίδια στιγμή τα σιτάρια της Μεσσηνίας έμεναν απούλητα. Παρ’ όλη την επανάσταση του σιδηροδρόμου επί Χαριλάου Τρικούπη, (1880) που έλυσε οριστικά το πρόβλημα του κόστους των μεταφορικών των αγροτικών προϊόντων, τα πανηγύρια έμειναν και πλήθυναν αφού πήραν περισσότερο εθιμικό χαρακτήρα, παρά αυστηρά οικονομικό.
Με το πανηγύρι δίνεται η ευκαιρία να πραγματοποιηθούν συμφέρουσες οικονομικές συναλλαγές, αλλά και να διασκεδάσει ο κόσμος, προσκυνώντας παράλληλα τη θαυματουργή εικόνα της Παναγίας της Βουλκανιώτισσας.
Το πανηγύρι επισήμως ιδρύθηκε το 1839. Την εποχή εκείνη, η Πελοπόννησος είχε 22 πανηγύρια και άλλα τόσα η υπόλοιπη Ελλάδα του τότε (Στερεά Ελλάδα). Μέχρι το 1909, αφού είχε απελευθερωθεί και άλλο τμήμα του Ελληνισμού, ο αριθμός των πανηγυριών είχε ανέλθει πανελληνίως σε 85. Από οικονομική – ιστορική άποψη, το φαινόμενο των πανηγυριών, ερμηνεύεται ως μια ακραία στρέβλωση των αγορών, αφού οι φόροι για τη διακίνηση προϊόντων από πόλη σε πόλη εντός της Ελληνικής επικράτειας σε συνδυασμό με την απίστευτη έλλειψη οδικού δικτύου, έκανε λ.χ. το σιτάρι της Λιβαδειάς 100% πιο ακριβό στην αγορά της Αθήνας. Η ίδια η Αθήνα έκανε εισαγωγές σιταριού από Τουρκία και Ρωσία, ενώ την ίδια στιγμή τα σιτάρια της Μεσσηνίας έμεναν απούλητα. Παρ’ όλη την επανάσταση του σιδηροδρόμου επί Χαριλάου Τρικούπη, (1880) που έλυσε οριστικά το πρόβλημα του κόστους των μεταφορικών των αγροτικών προϊόντων, τα πανηγύρια έμειναν και πλήθυναν αφού πήραν περισσότερο εθιμικό χαρακτήρα, παρά αυστηρά οικονομικό.
Με το πανηγύρι δίνεται η ευκαιρία να πραγματοποιηθούν συμφέρουσες οικονομικές συναλλαγές, αλλά και να διασκεδάσει ο κόσμος, προσκυνώντας παράλληλα τη θαυματουργή εικόνα της Παναγίας της Βουλκανιώτισσας.