ΜΕ θρησκευτική μεγαλοπρέπεια όπως αρμόζει στον θαυματουργό Άγιο Αθανάσιο Επίσκοπο Χριστιανουπόλεως, ολοκληρώθηκε το βράδυ της Πέμπτης, o Μέγας Πανηγυρικός Εσπερινός μετ’ αρτοκαλσίας και Θείου Κηρύγματος στην έδρα του ιστορικού Μητροπολιτικού Ναού Κυπαρισσίας, χοροστατούντος του Σεβ. Μητροπολίτη Τριφυλίας και Ολυμπίας κ.κ.Χρυσοστόμου.
Ο ΑΓΙΟΣ ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ ΦΩΤΕΙΝΟ ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑ ΑΡΕΤΗΣ, ΤΑΠΕΙΝΟΤΗΤΑΣ ΚΑΙ ΑΛΛΗΛΕΓΥΗΣ
Ο Άγιος Αθανάσιος γεννήθηκε στην Καρύταινα της Γορτυνίας περί το 1640 μ.Χ. (κατά άλλους στην Κέρκυρα το 1664 μ.Χ.) και το κοσμικό του όνομα ήταν Αναστάσιος Κορφηνός. Οι γονείς του ονομάζονταν Ανδρέας και Ευφροσύνη και είχαν ακόμη τρία τέκνα. Υποθέτουμε πως τα πρώτα γράμματα τα έμαθε στην γενέτειρά του και στην συνέχεια μάλλον φοίτησε στην περίφημη σχολή της μονής Φιλοσόφου και αργότερα, ως κληρικός, στην Κωνσταντινούπολη.
Όταν ο Αναστάσιος βρισκόταν σε ηλικία γάμου, οι γονείς του παρά την επιθυμία του να ακολουθήσει τη μοναχική πολιτεία, επέμεναν να τον νυμφεύσουν. Ο πατέρας του μάλιστα, χωρίς καν να έχει την σύμφωνη γνώμη του υιού του, τον αρραβώνιασε στην Πάτρα με την θυγατέρα ενός πλούσιου άρχοντος και στην συνέχεια τον έστειλε στο Ναύπλιο να προμηθευθεί τα γαμήλια πράγματα. Ο Αναστάσιος υπάκουσε στην πατρική εντολή και ξεκίνησε για το Ναύπλιο. Στον δρόμο του πέρασε και από το εκκλησάκι της Παναγίας στο Βιδόνι, κοντά στο χωριό Σύρνα και ζήτησε την θεία φώτιση.
Στο Ναύπλιο, αφού αγόρασε ότι έπρεπε, πήρε την μεγάλη απόφαση. Αναφέρεται πως την προηγούμενη νύχτα της προγραμματισμένης αναχωρήσεώς του για την Καρύταινα, ενώ βασανιζόταν από τους λογισμούς τι να πράξει, είδε στον ύπνο του την Παναγία μαζί με τον Τίμιο Πρόδρομο, η οποία αποκαλώντας τον με το όνομα που επρόκειτο να λάβει αργότερα ως μοναχός, του είπε, σύμφωνα με τα γραφόμενα του πρώτου βιογράφου του: «Σκεῦος ἐκλογῆς καὶ ὑπηρέτην τοῦ Υἱοῦ μου ἐπιθυμῶ νὰ γίνεις, Ἀθανάσιε. Ἀπέστειλε, λοιπόν, τοὺς δούλους σου μὲ τὰ νυμφικὰ ἱμάτια πρὸς τὸν πατέρα σου καὶ ἡ κόρη ἂς συζευχθεῖ ἄλλον ἄνδρα. Ἐσὺ δὲ νὰ πορευθεῖς στὴν Κωνσταντινούπολη, γιὰ νὰ λάβεις ὅτι ὁ Υἱὸς καὶ Θεός μου εὐδόκησε». Έτσι κι έγινε. Ο Αθανάσιος απέστειλε πίσω τους δούλους και αναχώρησε για την Κωνσταντινούπολη, όπου, αφού έγινε μοναχός με το όνομα Αθανάσιος, χειροτονήθηκε κατόπιν διάκονος και πρεσβύτερος.
Επί της πρώτης πατριαρχίας του Οικουμενικού Πατριάρχου Ιακώβου, ο Άγιος Αθανάσιος χειροτονείται Μητροπολίτης Χριστιανουπόλεως, υπέρτιμος και έξαρχος πάσης Αρκαδίας, σε διαδοχή του Μητροπολίτου Ευγενίου, που με βάση σωζόμενα έγγραφα αρχιεράτευσε στην εκκλησιαστική αυτή επαρχία από το 1645 μ.Χ. έως το 1673 μ.Χ. τουλάχιστον. Ως χρόνο της χειροτονίας του πρέπει να υποθέσουμε το αργότερο τα τέλη του 1680 μ.Χ. ή τις αρχές του 1681 μ.Χ., γιατί για πρώτη φορά απαντάται τον Απρίλιο αυτού του έτους, όταν υπογράφει ως μέλος της Ιεράς Συνόδου του Οικουμενικού Πατριαρχείου στην Κωνσταντινούπολη, αφοριστικό γράμμα προς τον Μητροπολίτη Ευρίπου και Επίτροπο Μελενίκου.
ΓΙΑΝΝΗΣ ΜΠΟΖΙΚΑΣ