Το Ομοσπονδιακό Κοινοβούλιο ψηφίζει για Σκόπια και Αλβανία στην ΕΕ

ΚΟΙΝΟΠΟΙΗΣΗ

Τη συγκατάθεσή του προκειμένου η ομοσπονδιακή κυβέρνηση της Γερμανίας να συναινέσει στην έναρξη ενταξιακών διαπραγματεύσεων της Ευρωπαϊκής Ένωσης με τα Σκόπια και την Αλβανία κατά το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο της 17ης και 18ης Οκτωβρίου αναμένεται να δώσει απόψε το Ομοσπονδιακό Κοινοβούλιο, θέτοντας παράλληλα όρους και προϋποθέσεις, ειδικά για την περίπτωση της Αλβανίας.

Η συζήτηση έχει προγραμματιστεί για τις 19:40 (τοπική ώρα) και θα διαρκέσει 30′. Αμέσως μετά θα διεξαχθούν δύο ονομαστικές ψηφοφορίες.

Στην Bundestag έχουν υποβληθεί ένα κοινό σχέδιο ψηφίσματος από τις Κοινοβουλευτικές Ομάδες των κομμάτων του κυβερνητικού συνασπισμού (CDU,CSU,SPD), μια πρόταση τροπολογίας επί του ψηφίσματος από τους Πράσινους ειδικά για την Αλβανία και σχέδιο ψηφίσματος σε εντελώς διαφορετική κατεύθυνση από τους Φιλελεύθερους (FDP), οι οποίοι ζητούν η πρόταση για έναρξη ενταξιακών διαπραγματεύσεων με την Αλβανία να έλθει στην Βουλή εκ νέου, μόνο εφόσον πληρούνται συγκεκριμένες προϋποθέσεις.

Η Κοινοβουλευτική Ομάδα των Φιλελευθέρων (FDP), με δική της πρόταση ψηφίσματος για την Αλβανία, καλεί την ομοσπονδιακή κυβέρνηση «να παρακολουθεί από κοινού με την Ευρωπαϊκή Ένωση στενά την μεταρρυθμιστική πορεία της Αλβανίας και να προτείνει εκ νέου την έναρξη των ενταξιακών διαπραγματεύσεων, όταν η Αλβανία θα μπορεί να επιδείξει χειροπιαστή πρόοδο» στους τομείς οι οποίοι έχουν χαρακτηριστεί από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή προτεραιότητες – κλειδιά. Σε αυτούς περιλαμβάνονται «η ηρεμία της εσωτερικής πολιτικής κατάστασης, η καταπολέμηση του οργανωμένου εγκλήματος και της διαφθοράς, η μεταρρύθμιση και επαγγελματικοποίηση και αποπολιτικοποίηση της δημόσιας διοίκησης, η ενίσχυση της ανεξαρτησίας, της αποτελεσματικότητας και της υποχρέωσης λογοδοσίας των θεσμών της Δικαιοσύνης, καθώς και αποτελεσματικά μέτρα για καλύτερη προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων». Ιδιαίτερα , επισημαίνεται, πρέπει να επιτευχθεί περαιτέρω «αξιόπιστη και αισθητή» πρόοδος στην εφαρμογή της μεταρρύθμισης της Δικαιοσύνης, συγκεκριμένα σε ό,τι αφορά τον έλεγχο (το λεγόμενο «vetting») δικαστών και εισαγγελέων και να δρομολογηθούν ποινικές διαδικασίες εναντίον δικαστών και εισαγγελέων οι οποίοι κατηγορούνται για ποινικά αδικήματα.