Ανοικτή επιστολή κοινοτήτων Ελλάδας προς Υπουργείο Εσωτερικών και ΚΕΔΕ

ΚΟΙΝΟΠΟΙΗΣΗ

Η Κοινότητα αποτελεί διαχρονικό πυρήνα της ελληνικής κοινωνίας και θεσμό της Τοπικής Αυτοδιοίκησης Α΄ Βαθμού. Με βάση το άρθρο 1 παράγραφος 2 του Κώδικα Δήμων και Κοινοτήτων (Ν.3463/2006) «οι Δήμοι και οι Κοινότητες συγκροτούν τους Οργανισμούς του Πρώτου Βαθμού της Τοπικής Αυτοδιοίκησης».

Οι Κοινότητες στην Ελλάδα αγγίζουν τον αριθμό των 6.135 με περίπου 20.000 αιρετούς Συμβούλους. Οι Κοινότητες αυτές εκπροσωπούν τα 2/3 του πληθυσμού της χώρας με το υπόλοιπο 1/3 να βρίσκεται στους μητροπολιτικούς Δήμους  (Αθήνα, Θεσσαλονίκη, Πειραιά). H πολυεπίπεδη και σύγχρονη διακυβέρνηση της Τοπικής Αυτοδιοίκησης  η οποία προσανατολίζεται σε ισχυρές τοπικές κοινωνίες οφείλει να αφουγκραστεί την ελληνική πραγματικότητα. Σε όλη την επικράτεια τα Συμβούλια Κοινοτήτων είναι ο αιρετός θεσμός που βρίσκεται εγγύτερα στον πολίτη και την καθημερινότητα του. Οι Σύμβουλοι Κοινοτήτων μεριμνούν, προτείνουν, αξιοποιούν, παρέχουν εθελοντική εργασία, ενεργοποιούν τους συμπολίτες τους, κάνοντας πράξη την αποκέντρωση φροντίζοντας άμεσα και καθημερινά για την αξιοποίηση της υπαίθρου. Τα Συμβούλια Κοινότητας συνεργάζονται με τις Δημοτικές Αρχές για να δοθούν λύσεις στα προβλήματα, να ενισχυθούν οι υποδομές, να ανακτηθεί η εμπιστοσύνη των πολιτών στο κράτος.

 Η ύπαρξη ξεχωριστής κάλπης για την ανάδειξη των αιρετών των τοπικών Κοινοτήτων ενεργοποίησε μια νέα γενιά αυτοδιοικητικών που στόχο έχουν την εκπροσώπηση των συμφερόντων του τόπου τους, πέρα από κομματικές ή δημαρχοκεντρικές εξαρτήσεις. Πολίτες που δεν είχαν ασχοληθεί ποτέ με τα κοινά βρήκαν κίνητρο συγκροτώντας  συνδυασμούς οι οποίοι αναδείχθηκαν από τους πολίτες και τώρα είναι στην ουσία “οι ομάδες εθελοντισμού” για τον τόπο τους, κινητοποιώντας ταυτόχρονα συμπολίτες και συγχωριανούς σε μια προσπάθεια βελτίωσης της επαρχίας και επαναφοράς του ενδιαφέροντος στην γειτονιά και την ουσία της καθημερινής ζωής.

Η Κοινότητα, ως αυτοδιοικητικός θεσμός και διοικητική διαίρεση μετά τον νόμο Ν. 4555/2018, αναφέρεται και συναντάται τόσο στα μεγάλα αστικά κέντρα (έδρες των Δήμων), όσο και σε μικρότερες πόλεις, κωμοπόλεις, χωριά.   Οι Κοινότητες αποτελούν ενδοδημοτική αποκέντρωση, η οποία προκύπτει από γεωοικονομικές, κοινωνικές και συγκοινωνιακές συνθήκες της χώρας μας. Η παραχώρηση αποφασιστικών αρμοδιοτήτων στις Κοινότητες δεν δημιουργεί τρίτο βαθμό αυτοδιοίκησης, αντιθέτως ενισχύει την δημοκρατία φέρνοντας τις αποφάσεις στο εγγύτερο αιρετό σώμα, το οποίο για την εκτέλεση τους μπορεί και οφείλει να συνεπικουρείται από τους Δήμους και τις Περιφέρειες που ανήκει.

Αυτή την περίοδο γίνεται συζήτηση για το μέλλον της τοπικής αυτοδιοίκησης της χώρας, μια συζήτηση που οφείλει να βάλει στο τραπέζι την φωνή των Συμβουλίων Κοινότητας. Ήδη έχει περάσει ένας χρόνος εφαρμογής του Ν.4623/2019 που στόχο είχε την “κυβερνησιμότητα των ΟΤΑ”. Ο νόμος αυτός επηρέασε την λειτουργία των Συμβουλίων Κοινότητας καθοριστικά, αφαιρώντας κάθε αποφασιστική αρμοδιότητα, καθιστώντας τα Συμβούλια απλά γνωμοδοτικά όργανα, χωρίς ψήφο στην Οικονομική Επιτροπή και την Επιτροπή Ποιότητας Ζωής, χωρίς προϋπολογισμό. Σε πολλές Κοινότητες ακόμα και σήμερα δεν έχει δοθεί η δυνατότητα να κάνουν χρήση της πάγιας προκαταβολής του Προέδρου που τους αναλογεί, ενώ οι αποφάσεις τους δεν βρίσκουν ανταπόκριση στα όργανα των Δήμων. Πώς μπορούμε να μιλάμε για σύγχρονη αυτοδιοίκηση όταν το μόνο χρηματοδοτικό εργαλείο των Κοινοτήτων βασίζεται σε βασιλικό διάταγμα του 1959;

Ο Ευρωπαϊκός Χάρτης Τοπικής Αυτονομίας (Ν. 1850/1989) θέτει ως βάση του ότι «η άσκηση των δημοσίων αρμοδιοτήτων πρέπει, κατά τρόπο γενικό, να  ανήκει κατά προτίμηση στις αρχές τις πιο πλησιέστερες στους πολίτες.  Για την ανάθεση μιας αρμοδιότητας σε άλλη αρχή πρέπει να λαμβάνεται  υπόψη η ευρύτητα και η φύση του έργου και οι απαιτήσεις  αποτελεσματικότητας και οικονομίας.»

Το Κογκρέσο Τοπικών και Περιφερειακών Αρχών του Συμβουλίου της Ευρώπης στις Προτεραιότητες 2021 – 2025 συμπεριλαμβάνει στους στόχους του «τον επαναπροσανατολισμό των ψηφοφόρων σε ενδιαφέρουσες μορφές συμμετοχής στα κοινά όπως είναι τα δημοψηφίσματα σε τοπικό επίπεδο, ενώ μελετά τις συνθήκες ανεξαρτησίας των υποψηφιοτήτων που κατέρχονται σε τοπικές και περιφερειακές διαδικασίες». Επισημαίνει επίσης ότι «οι εθνικές κυβερνήσεις έχοντας επικυρώσει τον Ευρωπαϊκό Χάρτη Τοπικής Αυτοδιοίκησης έχουν ουσιαστικά αποδεχτεί τον ρόλο που παίζει η τοπική δημοκρατία στην οικοδόμηση πλουραλιστικών και ανοικτών κοινωνιών. Λόγω της εγγύτητας τους στον πολίτη οι τοπικές αρχές μπορούν να προωθήσουν την κοινωνική συνοχή και την αειφόρο τοπική ανάπτυξη καθώς και τη διάδραση και αλληλεξάρτηση μεταξύ πολιτών και δημοκρατικών θεσμών».

Με την παρούσα επιστολή απευθυνόμαστε ανοιχτά προς το Υπουργείο Εσωτερικών, την Κεντρική Ένωση Δήμων και την Επιτροπή για την «Μεταρρύθμιση και Ανασυγκρότηση της Τοπικής Αυτοδιοίκησης και του Κράτους» και ζητούμε την ισότιμη συμμετοχή στο διάλογο σε όλα τα επίπεδα (Επιτροπές του ΥΠ.ΕΣ, ΚΕΔΕ, ΠΕΔ, κλπ) ώστε να αναλυθούν όλα τα θέματα που αφορούν την λειτουργία των Κοινοτήτων. 

Την επιστολή συνυπογράφουν 439 Κοινότητες από όλη την Ελληνική επικράτεια.